Поиск в словарях
Искать во всех

Русско-новогреческий словарь - движение

 

Перевод с русского языка движение на греческий

движение
движени||е

с

1. τό κίνημα, ἡ κίνηση{-ις}:

вращательное ~ ἡ περιστροφική κίνηση· поступательное ~ ἡ ἀνέλιξη, ἡ ἐξελικτική πορεία· приводить в ~ θέτω είς κίνησιν, βάζω σέ κίνηση· приходить в ~ μπαίνω σέ κίνηση, τίθεμαι είς κίνησιν вольные ~я спорт. οἱ ἐλεύθερες ἀσκήσεις·

2. (общественное) τό κίνημα, ἡ κίνηση {-ις}:

революционное ~ τό ἐπαναστατικό κίνημα· рабочее ~ τό ἐργατικό κίνημα· национально-освободительное ~ τό ἐθνικοαπελευθερωτικό κίνημα· всемирное ~ сторонников мира τό παγκόσμιο κίνημα τῶν ὁπαδών τής είρήνης· ~ сопротивления τό κίνημα τής ἀντίστασης·

3. (транспорта и т. п.) ἡ κυκλοφορία, ἡ κίνηση {-ις}:

автомобильное ~ ἡ κυκλοφορία τῶν αὐτοκινήτων уличное ~ ἡ κυκλοφορία, ἡ τροχαία κίνηση· правила уличного ~я οἱ διατάξεις τής τροχαίας· железнодорожное ~ ἡ κίνηση τῶν σιδηροδρόμων ~ судов ἡ κυκλοφορία σκαφών.

Рейтинг статьи:
Комментарии:

См. в других словарях

1.
  движение с 1) η κίνηση 2) (общественное) το κίνημα всемирное ~ сторонников мира το παγκόσμιο κίνημα των οπαδών της ειρήνης ~ за мир το κίνημα για την ειρήνη 3) (транспорта) η κυκλοφορία, η κίνηση одностороннее ~ ο μονόδρομος железнодорожное ~ η κυκλοφορία τρένων 4) (ход) η πορεία ...
Русско-греческий словарь (Сальнов)

Вопрос-ответ:

Ссылка для сайта или блога:
Ссылка для форума (bb-код):

Самые популярные термины